-
1 ἐξ-αρπάζω
ἐξ-αρπάζω (s. ἀρπάζω), fut. ἐξαρπάσομαι, Ar. Equ. 705, wie Plut. Sull. 29, hinwegrauben, wegreißen aus; φῶτ' ἐξαρπάξασα νεός, einen Mann aus dem Schiffe, Od. 12, 100; einer Gefahr entreißen, Il. 3, 380 u. öfter; ἐπιστολὰς ἐξαρπάσας ὅδ' ἐκ χερῶν ἐμῶν βίᾳ Eur. I. A. 315; ἐξαρπάσας παρ' αὐτέων τὴν δέλτον Her. 8, 135; absol., ἐξαρπάσας Ar. Pax 6; οἱ ἐξηρπασμένοι Soph. O. C. 1020, entweder »die Geraubten«, od. richtiger als med. »die für sich geraubt haben«, die Räuber; τὸ ὑπὸ πυρὸς τὸ νοτερὸν πᾶν ἐξαρπασϑέν, aller Feuchtigkeit beraubt, Plat. Tim. 60 c; τὸν Μάριον τῆς πολιορκίας, entsetzen, Plut. Sull. 29; übh. befreien von Etwas, τινός, Plut. u. a. Sp.
См. также в других словарях:
εξαρπάζω — (AM ἐξαρπάζω) 1. αρπάζω, αφαιρώ από κάποιον κάτι, αφαρπάζω («σὰς δὲ ἐπιστολὰς ἐξαρπάσας ὅδ ἐκ χερῶν ἐμῶν βίᾳ», Ευρ.) 2. αποσπώ με τη βία («ἱστία δ ἐξήρπαξ ἀνέμου μένος», Απολλ. Ρόδ.) 3. ελευθερώνω, σώζω, λυτρώνω αρπάζοντας κάποιον («τὸν ἐξήρπαξ… … Dictionary of Greek